κορυδαλλοί

κορυδαλλοί
κορυδαλλίς
lark
masc nom/voc pl
κορυδαλλός
lark
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Κορυδαλλοί — Κορυδαλλός lark masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ιακωβίδη, Λιλή — (1900 – 1985). Ποιήτρια, κριτικός και θεατρική συγγραφέας. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως δημόσιος υπάλληλος στη Βουλή των Ελλήνων. Παράλληλα, ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία, γράφοντας ποιήματα, δοκίμια και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”